Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

ΓΛΩΣΣΑ > ΓΛΩΣΣΕΣ > ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Preferred term

ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ  

Definition

  • ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΠΟΚΤΗΘΕΙ ΜΕ ΦΥΣΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ, ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΕΤΑΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, Π.Χ., ΜΕΣΩ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (OXFORD CONCISE DICTIONARY OF LINGUISTICS)

Broader concept

Entry terms

  • ΓΗΓΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ
  • ΠΡΩΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Identifier

  • urn:ddi:int.cessda.elsst:b06d3a6d-ec7c-4a17-90e1-c66112437e5f:2

Has previous version

In other languages

URI

https://elsst.cessda.eu/id/2/b06d3a6d-ec7c-4a17-90e1-c66112437e5f

Download this concept: