Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

Preferred term

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ  

Definition

  • ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ Ή ΕΝΕΡΓΟΣ ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΕ ΜΙΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΤΕ ΕΝΑ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΟΡΟ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ.

Identifier

  • urn:ddi:int.cessda.elsst:b0d606f4-7a23-48aa-afd1-c43f45965090:1

In other languages

URI

https://elsst.cessda.eu/id/1/b0d606f4-7a23-48aa-afd1-c43f45965090

Download this concept: