Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

ΓΛΩΣΣΑ > ΓΛΩΣΣΕΣ > ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ

Preferred term

ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ  

Definition

  • Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ Ή ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ. ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ, Π.Χ. ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 1980 ΤΟ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ (ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ) ΑΛΛΑ Η ΕΘΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΙΑΝΑ

Broader concept

Identifier

  • urn:ddi:int.cessda.elsst:68985983-3668-4dbe-8d03-4f5592a076c8:1

DEFINITION SOURCE

  • OXFORD CONCISE DICTIONARY OF LINGUISTICS.

In other languages

URI

https://elsst.cessda.eu/id/1/68985983-3668-4dbe-8d03-4f5592a076c8

Download this concept: