Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

Preferred term

ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ  

Definition

  • ΚΑΥΣΙΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΜΕΣΑ Ή ΕΜΜΕΣΑ ΑΠΟ ΒΙΟΜΑΖΑ, ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ, ΜΗ ΟΡΥΚΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Ή ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Entry terms

  • ΒΙΟΑΕΡΙΟ
  • ΒΙΟΕΝΕΡΓΕΙΑ
  • ΒΙΟΜΑΖΑ (ΚΑΥΣΙΜΟ)
  • ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΠΟ ΒΙΟΜΑΖΑ
  • ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

Identifier

  • urn:ddi:int.cessda.elsst:2fefa2b9-a87f-429e-ad90-6d5db701bd9b:1

In other languages

  • Czech

  • Danish

  • Dutch

  • English

  • BIOENERGY
  • BIOGAS
  • BIOMASS (FUEL)
  • BIOMASS ENERGY
  • ENERGY CROPS
  • Finnish

  • BIOENERGIA
  • BIOKAASU
  • BIOMASSA
  • ENERGIAKASVIT
  • French

  • BIOÉNERGIE
  • BIOGAZ
  • CARBURANT DE BIOMASSE
  • CENTRALES ÉLECTRIQUES DE BIOMASSE
  • CULTURE DE BIOCOMBUSTIBLE
  • ÉNERGIE DE LA BIOMASSE
  • German

  • BIOENERGIE
  • BIOGAS
  • BIOGENE KRAFTSTOFFE
  • BIOMASSE (KRAFTSTOFF)
  • BIOMASSENENERGIE
  • BIOTREIBSTOFFE
  • ENERGIE AUS BIOMASSE
  • ENERGIEGETREIDE
  • ENERGIEPFLANZEN
  • FAULGAS
  • KLAERGAS
  • KLÄRGAS
  • Lithuanian

  • BIODUJOS
  • BIOENERGIJA
  • BIOKURAS
  • BIOLOGINĖS DUJOS
  • BIOMASĖS ENERGIJA
  • ENERGETINIAI AUGALAI
  • Norwegian

  • Romanian

  • Slovenian

  • Spanish

  • BIOCARBURANTES
  • Swedish

  • BIOENERGI
  • BIOGAS
  • BIOMASSA (BRÄNSLE)
  • BIOMASSAENERGI
  • ENERGIGRÖDOR

URI

https://elsst.cessda.eu/id/1/2fefa2b9-a87f-429e-ad90-6d5db701bd9b

Download this concept: