Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

ΓΛΩΣΣΑ > ΓΛΩΣΣΕΣ > ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Preferred term

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ  

Definition

  • ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΕΝΑ ΠΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΟΡΟ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ. Π.Χ.: Η ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Broader concept

Entry terms

  • ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

Identifier

  • urn:ddi:int.cessda.elsst:038c3e76-6a31-422f-af3f-de9ccdfbe413:1

In other languages

URI

https://elsst.cessda.eu/id/1/038c3e76-6a31-422f-af3f-de9ccdfbe413

Download this concept: